- κατάγρημι
- κατ-άγρημι, [dialect] Aeol.A = καθαιρέω, Sapph.43, Alc.Supp.16.9; imper.
κατάγρεντον IG12(2).6.15
([place name] Mytilene): irreg. [voice] Pass. part.καταγρόμενος Theoc.Ep.3.6
(dub. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.