κατάγρημι

κατάγρημι
κατ-άγρημι, [dialect] Aeol.
A = καθαιρέω, Sapph.43, Alc.Supp.16.9; imper.

κατάγρεντον IG12(2).6.15

([place name] Mytilene): irreg. [voice] Pass. part.

καταγρόμενος Theoc.Ep.3.6

(dub. l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάγρημι — (Α) καταγρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος τ. τού καταγρῶ*] …   Dictionary of Greek

  • καθαιρώ — (AM καθαιρώ, έω, Α ιων. τ. καταιρέω, αιολ. τ. κατάγρημι) (για αξιωματούχους) αφαιρώ το αξίωμα κάποιου, ανατρέπω κάποιον από την εξουσία («ο βασιλιάς καθαιρέθηκε») μσν. αρχ. 1. καταδικάζω («ἡ καθαιροῡσα ψῆφος» η καταδικαστική ψήφος, Λυσ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”